- πυραμιδικός
- -ή, -ό / πυραμιδικός, -ή, -όν, ΝΑ [πυραμίς, -ίδος]αυτός που έχει σχήμα πυραμίδας, πυραμιδοειδήςνεοελλ.1. (ανατ. -ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανατομικό σχηματισμό πυραμίδας2. φρ. α) «πυραμιδική οδός»(ανατ. -φυσιολ.) η κύρια φλοιονωτιαία νευρική οδός, η οποία συνίσταται από κινητικές ίνες που εκπορεύονται από τον κινητικό φλοιό τού εγκεφάλου και κατέρχονται δια μέσου τής έσω κάψας του, τού μεσεγκεφάλου και τής γέφυρας στο πρόσθιο τμήμα τού προμήκους μυελού, όπου σχηματίζουν δεξιά και αριστερά από την πρόσθια μέση τις πυραμίδεςβ) «πυραμιδικό σύνδρομο»ιατρ. σύνολο συμπτωμάτων που ακολουθούν τη διακοπή τής πυραμιδικής οδού, όπως είναι λ.χ. η παράλυση ή πάρεση, η σπαστική υπερτονία, η ενίσχυση των οστεοτενόντιων αντανακλαστικών, οι μεταβολές τών δερματικών αντανακλαστικών.επίρρ...πυραμιδικώς / πυραμιδικῶς ΝΑμε πυραμιδικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.